- ἀτράφαξις
- ἀτράφαξις, od. ἀτράφαξυς, auch ἀδράφαξυς, Spinat
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατράφαξις — η [Α ἀτράφαξις και ξυς, ( έως)] το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα] … Dictionary of Greek
βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη … Dictionary of Greek
ψευδατράφαξυς — άξυος, και ψευδατράφαξις, άξεως, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»] … Dictionary of Greek
ωχεί — Α (κατά τον Διοσκ.) «ἀτράφαξις, οἱ δὲ χρυσολάχανον... Αἰγύπτιοι ὠχεῑ» … Dictionary of Greek